θνήτ'

θνήτ'
θνητά , θνητός
liable to death
neut nom/voc/acc pl
θνητά̱ , θνητός
liable to death
fem nom/voc/acc dual
θνητά̱ , θνητός
liable to death
fem nom/voc sg (doric aeolic)
θνητά , θνητός
liable to death
neut nom/voc/acc pl
θνητέ , θνητός
liable to death
masc voc sg
θνητέ , θνητός
liable to death
masc/fem voc sg
θνηταί , θνητός
liable to death
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεράδιος — μεράδιος, ον (Μ) χωρισμένος σε μέρη. επίρρ... μεραδίως (Μ) σε πολλά σημεία, σε πολλά μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρος + κατάλ. άδιος (πρβλ. θνητ άδιος, μεσ άδιος)] …   Dictionary of Greek

  • ορθάδιος — ὀρθάδιος, ον (Α) (ποιητ. τ.) όρθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρθός + κατάλ. άδιος (πρβλ. θνητ άδιος, κρυπτ άδιος)] …   Dictionary of Greek

  • ωμάδιος — (I) ία, ον, ΜΑ αυτός που βρίσκεται στους ώμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κατάλ. άδιος (πρβλ. θνητ άδιος)]. (II) ία, ον, Α 1. (ως προσωνυμία τού Διονύσου επειδή τού προσέφεραν ανθρώπινες θυσίες στην Χίο και στην Τένεδο) ωμοφάγος 2. πιθ. διονυσιακός,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”